- ουδείς
- ουδεμία, ουδέν (AM οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν, Α αρσ. και οὐθείς, ουδ. και οὐθέν)(αόρ. αντων. που κλίνεται κατά το εἷς, μία, ἕν)1. ούτε ένας, κανένας («οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ΚΔ)2. το ουδ. ως ουσ. το ουδένκανένα πράγμα, τίποτε3. φρ. «οὐδὲν ἧττον» — ουδόλως ολιγότερο| νεοελλ. φρ. α) «επ' ουδενί (λόγῳ ή τρόπῳ)» — με κανέναν τρόπο, ό,τι κι αν συμβείβ) «κατ' ουδένα τρόπο» — καθόλου, ουδόλωςμσν.(το ουδ. ως αρν. μόριο) οὐδέν- δεναρχ.1. μηδαμινός, τιποτένιος, ανάξιος λόγου2. το ουδ. ως ουσ. α) κανένα μέροςβ) (και για πρόσ.) το μηδενικό («οὐδέν εἰμι», Σοφ.)γ) μηδαμινότηταδ) (στην αριθμητική) μηδένε) (στον Δημόκρ.) ονομασία τού κενού και τού απείρου3. (το ουδ. ως επίρρ.) ουδόλως, διόλου («ἰδὼν ὁ Πιλάτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῑ», ΚΔ)4. φρ. α) «οὐδεὶς ὅστις οὐ», «οὐδὲν ὅτι οὐ» — καθένας, καθέναβ) «ὅστις οὐδείς» — ούτε ένας, κανέναςγ) «τὸ οὐδ' οὐδέν» — απολύτως τίποτε.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + εἷς (πρβλ. μηδείς). Η αρνητική αντωνυμία με σημ. «κανένας» ήταν στον Όμηρο και στην ιων. διάλ. οὔτις, μήτις. Από την ομηρική όμως εποχή σχηματίστηκε ο εκφραστικός τ. οὐδείς, που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην αττ. διάλ. Κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα η αττ. χρησιμοποίησε τον τ. οὐθείς, καθώς το οὐδείς αναλύθηκε σε οὖδ' εἷς και το -δ- δασύνθηκε].
Dictionary of Greek. 2013.